Ήταν η δεύτερη περίοδος της βασιλείας του ειδωλομανούς Μαξιμιανού. Στη διάρκεια ενός διωγμού των χριστιανών της Νικομηδείας, είχαν συλληφθεί ανάμεσα σε άλλους και εικοσιτρείς ευσεβείς άνδρες που βρέθηκαν κρυμμένοι σε κοντινή σπηλιά.
Και πήρε αμέσως την απάντηση που μέσα του ανέμενε. «Για να κερδίσουμε τα αγαθά που επαγγέλθηκε ο Θεός σε όσους κακοπαθούν για τη δόξα του. Αγαθά που με κανένα άλλο δε συγκρίνονται σε τούτη τη γη. Αγαθά που καμιά γλώσσα δεν τολμά να περιγράψει και κανένας νους να σκεφτεί».Επειδή, μάλιστα, καταλάβαινε πόσο δύσκολες στιγμές τον περίμεναν όταν θα άρχιζαν τα βασανιστήρια για να αρνηθεί το Χριστό, τον φιλοτιμούσε με λόγια θερμά.
«Πρόσεξε, του έλεγε, να μείνεις ασάλευτος κι εδραίος ό,τι κι αν πάθεις. Το στεφάνι που παρέχει ο Κύριός μας στους πιστούς φίλους του, σε περιμένει».
Έζησαν και αναδείχτηκαν Άγιοι με τη θαυμαστή πολιτεία τους, στην αρχή της τέταρτης εκατονταετίας, λίγα χρόνια πριν τη νίκη του Χριστιανισμού, με την επικράτηση του Ισαποστόλου Ρωμαίου Αυτοκράτορος, Μεγάλου Κωνσταντίνου.
Είχαν καταφύγει εκεί για να γλιτώσουν από τον κατατρεγμό των ειδωλολατρών, που κατείχαν την εξουσία. Οι άνθρωποι αυτοί μεταφέρονταν στην πόλη, για να κλειστούν στη φυλακή, και οι φρουροί τούς συμπεριφέρονταν με ιδιαίτερα σκληρό τρόπο.
Ο νεαρός Αδριανός, ο οποίος πρόσφατα είχε ασπαστεί κι αυτός μαζί με τη συμβία του Ναταλία την πίστη του Χριστού, και είχε βαπτιστεί και ενταχθεί στην Εκκλησία, συνάντησε στο δρόμο τη θλιβερή πομπή. Το θέαμα μεταφερόμενων καταδίκων δεν ήταν, βέβαια, σπάνιο τα χρόνια εκείνα στους δρόμους της Αυτοκρατορίας, αλλά ο Αδριανός, επειδή ανησύχησε μην ήταν χριστιανοί οι κατατρεγμένοι, κοντοστάθηκε για να πληροφορηθεί την αιτία της σύλληψής τους. Τους ρώτησε, για χάρη ποιας απολαβής που επιδίωκαν, βρέθηκαν να υποφέρουν.
Τα λόγια των ομολογητών της Πίστεως προκάλεσαν στον Αδριανό βαθιά κατάνυξη. Η χάρη του Θεού ευδόκησε να τον γεμίσει με θάρρος, έτσι που αμέσως αποφάσισε να μην κρύβεται ο ίδιος. Και έσπευσε χαρούμενος να δηλώσει στους φρουρούς ότι ήταν κι αυτός χριστιανός, και συνεπώς, απαιτούσε να συμμεριστεί την τύχη των αδελφών του. Τον συνέλαβαν, λοιπόν, παρευθύς, και τον οδήγησαν μαζί με τους άλλους στη φυλακή.
Η συμβία του Ναταλία πληροφορήθηκε πως είχε συλληφθεί ο σύμβιός της, και μη ξέροντας την αιτία της συλλήψεώς του, στενοχωρήθηκε πολύ. Όταν, όμως, κάποιοι αυτόπτες της περιέγραψαν με λεπτομέρειες τα γεγονότα, θεώρησε καύχημα της την ενέργεια του Αδριανού. Έτρεξε μάλιστα, να συναντήσει τις συμβίες των άλλων ομολογητών και στήριζε όσες θλίβονταν κι αγωνιούσαν. Τους έλεγε πως η θυσία για το Χριστό, ήταν ό,τι ωραιότερο μπορούσε να συμβεί στους δικούς τους και ότι οι ίδιες θα έπρεπε να χαίρονται και να δοξολογούν το Θεό, που αξιώθηκαν τέτοιας τιμής.
Αργότερα δε, ντύθηκε με το πιο λαμπρό της φόρεμα και πήγε στη φυλακή. Γύριζε τα κελιά και ενθάρρυνε τους ομολογητές. Όταν ανακάλυψε τον Αδριανό, έπεσε στην αγκαλιά του και με δάκρυα χαράς τον ασπαζόταν και τον εγκαρδίωνε. Του έλεγε πόσο τον θεωρούσε ευτυχισμένο, που του δόθηκε το προνόμιο να μαρτυρήσει για τον Χριστό μπροστά στους άρχοντες, και πόσο η ίδια ένιωθε περήφανη για την ενέργειά του να σπεύσει να ομολογήσει την Πίστη του την ώρα του κατατρεγμού.
Κατόπιν, έτρεξε στους πρεσβυτέρους της Εκκλησίας της Νικομηδείας, και ζήτησε να τελέσουν την Θεία Λειτουργία, για να ικετεύσουν τον Κύριο, ώστε όλοι μαζί να αντέξουν οι φυλακισμένοι τα βάσανα που τους ανέμεναν. Γύρισε κατάκοπη στο σπίτι της, και επιδόθηκε στην προσευχή. Παρακαλούσε να δοθεί στον Αδριανό και στους άλλους ομολογητές η καρτερία που χρειάζονταν για να μείνουν ακλόνητοι στην Πίστη.
Ήταν βαθιά χαράματα όταν άκουσε βήματα να πλησιάζουν στην αυλή της. Σταμάτησε την προσευχή και βγήκε ανήσυχη στο κεφαλόσκαλο. Η έκπληξή της ήταν μεγάλη, όταν διέκρινε στο μισοσκόταδο τον Αδριανό. Συνοδευόταν από ένα άντρα της φρουράς.
Η Ναταλία έβαλε με τον νου της πως ο σύμβιός της απαρνήθηκε το Χριστό, και γι’ αυτό αφέθηκε ελεύθερος. Την πλημμύρισε πόνος απροσμέτρητος, αλλά και θυμός ασυγκράτητος. Και ξέσπασε. «Δε ντρέπεσαι, του είπε, να εγκαταλείψεις έτσι άνανδρα τον αγώνα; Τι χριστιανός είσαι εσύ, που σε τρόμαξαν τα βασανιστήρια και έτρεξες να χωθείς στην ασφάλεια του σπιτιού; Δε θέλω εγώ για άντρα μου ένα δειλό και φοβιτσιάρη».
Ο Αδριανός, γεμάτος κατανόηση για τη στάση της συμβίας του, και δικαιολογώντας το θυμό της, την καθησύχασε και της εξήγησε το λόγο της παρουσίας του. Θέλοντας να την ξαναδεί για τελευταία φορά, είχε πείσει το φρουρό να τον μεταφέρει για λίγο στο σπίτι τους, υποσχόμενος ότι θα του χάριζε κάποια πολύτιμα αντικείμενα που φύλασσε.
Ήθελε, εξάλλου, να την παρακαλέσει να βρεθεί το πρωί στο χώρο όπου ο άρχοντας θα υπέβαλλε τους ομολογητές σε βασανιστήρια. Όλοι τους γύρευαν να είναι εκεί η Ναταλία, για να τους ενθαρρύνει. Είχαν τόσο πολύ εγκαρδιωθεί από την απογευματινή της επίσκεψη στη φυλακή, ώστε ένιωθαν σίγουροι πως με κείνην δίπλα τους, θα έμεναν σταθεροί στο μαρτύριο.
Η Ναταλία, μόλις άκουσε τις εξηγήσεις, ρίχτηκε στην αγκαλιά του συμβίου της, και με λυγμούς του ζητούσε να συγχωρέσει την έλλειψη εμπιστοσύνης που του έδειξε με τη συμπεριφορά της. Η χαρά της ήταν ανεκλάλητη, όταν βεβαιώθηκε πως ο Αδριανός την είχε πάραυτα συγχωρέσει. Έσπευσε να φέρει το δώρο για το φρουρό, και μπήκε μπροστά στον δρόμο της επιστροφής προς την φυλακή.
Το πρωί οι φυλακισμένοι μεταφέρθηκαν στο κριτήριο του άρχοντος. Από κοντά και η θαρραλέα Ναταλία. Όπως συνηθιζόταν τους ζητήθηκε να θυσιάσουν στα είδωλα, για να αφεθούν αμέσως ελεύθεροι. Κανένας τους, βέβαια, δεν είχε τέτοια πρόθεση. Άλλωστε, η παρουσία και η προσευχή της Ναταλίας τους έδινε με το παραπάνω το κουράγιο που απαιτούσε η στιγμή. Ακολούθησαν οι απειλές, που αποδείχτηκαν κι αυτές ανώφελες, και τέλος οι φρουροί πήραν τη διαταγή, να αρχίσουν τα βασανιστήρια.
Έλπιζε ο άρχοντας πως ο πόνος θα έφερνε το αποτέλεσμα που γύρευε. Όμως, αντίδοτο στον πόνο οι ομολογητές είχαν τις ενθαρρυντικές κραυγές της Ναταλίας. Οι βασανιστές, όταν απελπίστηκαν, προχώρησαν στη σφαγή. Οι ηρωικοί στρατιώτες του Χριστού έφτασαν στο μαρτύριο με χαρά, υμνώντας το Θεό και ευχαριστώντας τον για την παρουσία κοντά τους της γενναίας Ναταλίας. Τον εικοσιοκτάχρονο Αδριανό, ο άρχοντας έδωσε εντολή να τον τεμαχίσουν ζωντανό, για να εκδικηθεί τη Ναταλία. Αυτή, όμως, του απάντησε με το δικό της τρόπο.
Έμεινε εκεί, παρακολουθώντας και ενθαρρύνοντας το μαρτύριο του συζύγου της, και συνέλεγε τα τίμια μέλη του που πετούσαν οι δήμιοι. Όταν ολοκληρώθηκε η θηριωδία, ο άρχοντας διέταξε να κάψουν τα σώματα των Μαρτύρων. Μόλις, όμως, άναψε η φωτιά, μια ξαφνική βροχή του χάλασε τα σχέδια. Έτσι, οι χριστιανοί της Νικομηδείας μπόρεσαν να μαζέψουν τα σώματα, και τα μετέφεραν για ενταφιασμό.
Μάλιστα, ένας βαρκάρης, ονόματι Ευσέβιος, φόρτωσε στη βάρκα του πολλά, ανάμεσά τους και τα κομμάτια από το σώμα του Αδριανού, και τα μετέφερε στην απέναντι ακτή του Βυζαντίου, στην Αργυρούπολη. Εκεί τα περιποιήθηκε και τα ενταφίασε.
Λίγες μέρες αργότερα έφτασε στον τόπο του ενταφιασμού και η καρτερόψυχη Ναταλία. Ήρθε αποφασισμένη να μείνει εκεί, στον τόπο που είχε ταφεί ο σύμβιός της.
Δε χρειάστηκε, όμως, να περιμένει πολύ. Σύντομα παρέδωσε το πνεύμα, και βρέθηκε ως καλή συμβία κοντά στον Αδριανό, στη θριαμβεύουσα Εκκλησία. Το σώμα της τάφηκε εκεί, δίπλα στον ανδρείο Μάρτυρα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου