(εκ της ποιητικής κυψέλης "Παραβολική Κατήχησις Σελίμου Β. Παναγιώτου)
Δυο άνθρωποι εις το ναό θέλησαν ν ανεβούνε
«άγιος» και «αμαρτωλός» για να προσευχηθούνε.
«άγιος» και «αμαρτωλός» για να προσευχηθούνε.
Κι ο Φαρισαίος στάθηκε με ύφος αλαζόνα
μιλώντας υπερήφανα για το δικό του αγώνα.
μιλώντας υπερήφανα για το δικό του αγώνα.
«Θε μου σ΄ ευχαριστώ που εγώ δεν είμαι όπως όλοι
άδικος, κλέφτης και ληστής σαν τούτο τον τελώνη.
άδικος, κλέφτης και ληστής σαν τούτο τον τελώνη.
Κάνω νηστεία δυο φορές την κάθε εβδομάδα
και προσφορά στον οίκο σου το ένα απ’ τη δεκάδα».
και προσφορά στον οίκο σου το ένα απ’ τη δεκάδα».
Κι όσο αυτός συνέχιζε τα κατορθώματα του
κρυφά ο τελώνης έκλαιε τα αμαρτήματα του.
κρυφά ο τελώνης έκλαιε τα αμαρτήματα του.
Σε μια γωνιά απόμερα με τη ματιά σκυμμένη
απευθυνόταν στο Θεό με τη λαλιά σπασμένη:
απευθυνόταν στο Θεό με τη λαλιά σπασμένη:
«Ιλάσθητι μοι Κύριε τω αμαρτωλώ εμένα»
Και χτύπαγε το στήθος του με χέρια πονεμένα.
Και χτύπαγε το στήθος του με χέρια πονεμένα.
Και τον δικαίωσε ο Θεός αφού είδε τη μετάνοια
ενώ ο άλλος κρίθηκε απ’ την υπερηφάνεια.
ενώ ο άλλος κρίθηκε απ’ την υπερηφάνεια.
Γιατί όποιος μόνος υψωθεί ο Κύριος τον γειώνει
κι όποιος σκληρά ταπεινωθεί, αυτόν τον ανυψώνει.
κι όποιος σκληρά ταπεινωθεί, αυτόν τον ανυψώνει.

Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου