Μέσα στους αιώνες πολλοί μοναχοί της Ορθόδοξης Εκκλησίας έγιναν παράδειγμα αγάπης και αφοσίωσης προς τους συνανθρώπους τους.
Είναι αναρίθμητα τα περιστατικά ιερωμένων οι οποίοι με ιδιαίτερη
αγάπη και ανιδιοτέλεια πρόσφεραν στις τοπικές κοινωνίες της Ελλάδας σε
περιόδους πολέμων, φτώχειας και όχι μόνο.
Ενας σύγχρονος «άγιος» της εποχής μας υπήρξε και ο μοναχός Μελέτιος
Αϊβατζίδης, γνωστός και ως «ορφανοτρόφος», ο οποίος πρόσφερε στα ορφανά,
χωρίς όρια και συμβιβασμούς. Η έλλειψη της όρασής του δεν στάθηκε
εμπόδιο στον αγώνα που έδωσε για τα ορφανά, τα οποία στερήθηκαν την
αγάπη και τη φροντίδα των γονιών τους.
Ο ελεήμων και διορατικός γέροντας με μεγάλη αυταπάρνηση επί σειρά
ετών διηύθηνε ορφανοτροφεία στην Εδεσσα, στα Γιαννιτσά και στη Νάουσα.
Στις 20 Ιανουαρίου 2012 ο π. Μελέτιος Αϊβατζίδης εκοιμήθη σε ηλικία
94 ετών και περίπου 2.000 ορφανά, τα οποία στο πρόσωπό του βρήκαν την
πατρική αγκαλιά και τη στοργή, θρήνησαν τον πατέρα τους. Η «Ορθόδοξη
Αλήθεια» επιχειρεί να φέρει στο φως περισσότερες λεπτομέρειες για τη ζωή
του π. Μελετίου και να αναφερθεί στον γεμάτο πίστη και προσφορά βίο
του.
Ο μοναχός Μελέτιος Αϊβατζίδης γεννήθηκε στη Νικόπολη του Πόντου το
1918. Ο ίδιος και οι γονείς του ήρθαν πρόσφυγες κι εγκαταστάθηκαν στη
Λεπτοκαρυά Γιαννιτσών. Αγαπούσε πολύ την Εκκλησία και από δύο ετών
έψελνε το τροπάριο του Ιωάννη του Προδρόμου.
Ο π. Μελέτιος από τα παιδικά χρόνια του είχε στερηθεί την αίσθηση της
όρασης, καθώς, βοηθώντας τους γονείς του στα καπνά, ένα παιδάκι πέταξε
μια καπνοβελόνα, η οποία καρφώθηκε στο μάτι του μικρού Κυριάκου.
Πρώτα έχασε το ένα μάτι του -σε ηλικία εννέα ετών- και στη συνέχεια απώλεσε ολοκληρωτικά την όρασή του.
Αυτός
ο τυφλός στα μάτια των ανθρώπων έγινε ο πνευματικός οδηγός χιλιάδων
ψυχών που στερήθηκαν σε τρυφερή ηλικία την αγάπη των γονιών.
Ενας τυφλός που οδηγούσε μέσα από το φως του Θεού εκείνα τα ορφανά
παιδιά σε ασφαλή μονοπάτια, ώσπου να περάσουν οι μπόρες που γέννησε η
ιστορία του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου και της Κατοχής. Η ιστορία του
αποδεικνύει σε όλους μας ότι στις άπειρες δυσκολίες της ζωής παραμένει
πάντοτε άπειρη και η αγάπη του Θεού για τους ανθρώπους.
ΤΟ ΗΣΥΧΑΣΤΗΡΙΟΝ
Ιδρυσε το ησυχαστήριο που ονομάζεται Ησυχαστήριον Επτάρυθμος Χάρις.
Κοντά του έβρισκαν παρηγοριά πολλές κουρασμένες ψυχές. Τις συμβούλευε,
τις παρηγορούσε, ενώ παράλληλα το ησυχαστήριό του λειτουργούσε και σαν
πτωχοκομείο. Πολλοί άνθρωποι πέρασαν από εκεί και έπαιρναν τη συμβουλή
του και την ευλογία του. Το τηλέφωνό του, όπως λένε τα πνευματικά παιδιά
του, δεν σταματούσε να χτυπά και να συμβουλεύει ως αργά τη νύχτα.
Ο ίδιος, με την ίδια πάντα ακούραστη διάθεση, συμβούλευε, νουθετούσε
και άκουγε τον πόνο των ανθρώπων. Το έργο του ήταν έργο ανθρωπιάς, έργο
Θεού. Οι προσευχές του είναι άπειρες, τα γραφόμενά του ατελείωτα. Στα
ράφια του ησυχαστηρίου βρίσκει κανείς προσευχές και λόγους δικούς του με
τις χρονολογίες τους. Συχνά έλεγε: «Είναι καλό να γίνονται λειτουργίες
για την οικογένειά μας, για την πόλη μας, για τους ιερείς και Αρχιερείς
μας».
O συγκλονιστικός αυτός άνθρωπος του Θεού, ο ταπεινός, ο πράος, είπε
επίσης τα εξής λόγια, που αποδεικνύουν την άκρα ταπείνωσή του: «Εγώ, σαν
αόμματος, είχα και τη στενοχώρια μου όχι για το σκότος, όσο να μπορούσα
να προσφέρω κι εγώ κάτι διά Θεού στην κοινωνία».
Γύριζε από χωριό σε χωριό, για να τους βρει ψωμί, και τα πήγε στο σχολείο
Μετά τον πόλεμο και το χάος που άφησε πίσω του, χιλιάδες παιδιά είχαν
μείνει ορφανά. Εκείνος, παρά το πρόβλημα της υγείας του, με ταπείνωση
και πίστη στον Θεό ξεκίνησε να μαζεύει παιδάκια που είχαν μείνει μόνα
τους και να τα φροντίζει.
Εξασφάλισε κάποιο υποτυπώδες οίκημα και εκεί εγκατέστησε την ιδιότυπη
οικογένειά του. Δεν χρειάζεται να τονίσουμε ότι σε αυτή την προσπάθεια
δεν είχε καμία συμπαράσταση ούτε από κρατικά κονδύλια ούτε από κάποια
οργανωμένη Αρχή.
Η μόνη στήριξή του σε όλο αυτό το αξιοθαύμαστο έργο ήταν τα χρήματα
που του πρόσφεραν οι πιστοί, όπως και οι προσωπικοί κόποι και αγώνες
του. Οπως μαρτυρούν τα παιδιά που βρέθηκαν δίπλα του, γύριζε από χωριό
σε χωριό, ώστε να βρει ψωμί και ό,τι άλλο μπορούσε, για να τα θρέψει.
Αυτό που ξεκίνησε έτσι απλά ως μια βοήθεια σε κάποια παιδιά
συνεχίστηκε δεκαετίες ολόκληρες. Τη φροντίδα του έλαβαν πολλά παιδιά, τα
οποία υπολογίζονται σε περίπου 2.000. Τα έτρεφε, τα βοηθούσε να πάνε
σχολείο, τα ωθούσε να σπουδάσουν. Πολλά από αυτά έγιναν επιστήμονες,
κληρικοί, πολιτικοί, καθηγητές πανεπιστημίων, χωρίς ποτέ να λησμονήσουν
τη φροντίδα και την αγάπη του γέροντα. Η αναπηρία του δεν στάθηκε ικανή
να τον εμποδίσει να προσφέρει όσα το οργανωμένο ελληνικό κράτος δεν ήταν
-και ακόμα δεν είναι- ικανό να προσφέρει.
«Γινόταν θυσία. Δεν μας χάλασε ποτέ το χατήρι. Εγινε και ζητιάνος για εμάς. Για εκείνον δεν κράτησε ποτέ τίποτα!»
Ενας από τους ανθρώπους που γνώριζε τον γέροντα από κοντά, ο κ.
Γιώργος Αγγελιδάκης, έγραψε σε ένα άρθρο του για τον π. Μελέτιο: «Από
μικρό παιδί κοντά του, αυτό που έμαθα ήταν πως η απόλυτη ελευθερία είναι
η αγάπη: αυτή που σε φέρνει κοντά στον Θεό, αυτή που σου απαλύνει τον
πόνο, αυτή που “πάντα πιστεύει, πάντα ελπίζει, πάντα υπομένει” και
“ουδέποτε εκπίπτει”».
Και συνεχίζει: «Κατάφερε το ακατόρθωτο. Ανάστησε χιλιάδες ορφανά
παιδιά και στήριξε άλλες τόσες οικογένειες μόνο με αγάπη, χωρίς να κρατά
λογαριασμό. Χαιρόταν με τις επιτυχίες των παιδιών του και καμάρωνε για
τα επιτεύγματά τους, όπως κάθε πατέρας. Για τα χιλιάδες “ευχαριστώ” και
τους επαίνους παρέπεμπε πάντα σε... Αλλον. “Εγώ δεν έκανα τίποτα. Αυτά
είναι του Θεού”».
Δεν δίστασε να γίνει ζητιάνος για την πολυπληθή οικογένειά του και
μοίρασε τα πάντα με δικαιοσύνη και αγάπη. «Γι' αυτόν δεν κρατούσε
τίποτα. Δεν κράτησε ποτέ κάτι. Απόρησα ένα απόγευμα που τον είδα χωρίς
παπούτσια. Τα είχε χαρίσει κι αυτά» αναφέρει ο κ. Αγγελιδάκης και
προσθέτει: «“Αρεσαν πολύ σε κάποιον που με επισκέφτηκε” μου είπε.
Δεκάδες σχολειαρόπαιδα με τις βαριές σάκες τους συνωστίζονταν καθημερινά
στο μικρό δωμάτιό του στο εκκλησιαστικό οικοτροφείο “Οσιος Θεοφάνης”,
στον περίβολο του Ιερού Ναού Αγίου Γεωργίου, για να του φιλήσουν το χέρι
και να πάρουν μια καραμέλα ή μια εικονίτσα».
Ο κ. Αγγελιδάκης θυμάται με συγκίνηση τη θυσιαστική αγάπη και τη
στοργή με την οποία τον περιέβαλε ως παιδί ο γέροντας Μελέτιος: «Δεν μου
χάλασε ποτέ κανένα χατίρι, όπως, άλλωστε, κάνουν όλοι οι πατεράδες στα
παιδιά τους! Φρόντισε να φορέσω τα καλύτερα παπούτσια στην παρέλαση, με
έντυσε, με τάισε, με συμβούλεψε, με καθοδήγησε, με μάλωσε. Μια φορά, τον
πίεσα να γράψει σ' ένα κομμάτι χαρτί το όνομά του. Είχε πάει ως την ε΄
δημοτικού και δεν ήταν σίγουρος τι θα έβλεπα στο χαρτί. Γελούσε και με
μια μικρή δυσκολία το έγραψε και, μάλιστα, με καλλιγραφικά γράμματα».
Η ΚΗΔΕΙΑ
Στην κηδεία του συγκεντρώθηκαν πολλά από τα παιδιά που κάποτε είχε
φροντίσει και με πρόσωπα σκυθρωπά μα και με σκέψη γεμάτη ευγνωμοσύνη
συνόδεψαν τον πνευματικό πατέρα τους. Ολοι αυτοί οι άνθρωποι βίωσαν τότε
για δεύτερη φορά την ορφάνια μετά την κοίμησή του, καθώς η πρώτη φορά
που δοκίμασαν το πικρό αυτό συναίσθημα ήταν μέσα στα σκοτεινά χρόνια του
πολέμου και της Κατοχής.
«ΜΑΣ ΕΣΩΣΕ»
Ενα από αυτά τα πνευματικά παιδιά του που βρέθηκαν για χρόνια δίπλα
στον π. Μελέτιο, ο π. Αβραάμ Τουμπίδης, μίλησε συγκινημένος για τον
πατέρα τόσων ορφανών που γλίτωσαν από τον θάνατο και τη βία του πολέμου
χάρη στην αγάπη και την πίστη του. «“Ο Θεός σώζει και προστατεύει τα
ορφανά” είναι η επικεφαλίδα όλων των επιστολών και επίσημων εγγράφων
σου. Εκείνα τα πέτρινα χρόνια της Κατοχής εσύ μάζεψες κοντά σου ορφανά
παιδιά, τα προστάτευσες και τα έσωσες από την πείνα και τον θάνατο.
Ορφανοτρόφος έγινες εσύ, ο τυφλός κατά σάρκα και φωτοδότης στο
πνεύμα. Μήπως ξεχνά κάποιο από τα παιδιά σου τις τόσες ταλαιπωρίες σου;
Γυρνούσες από χωριό σε χωριό και από σπίτι σε σπίτι, οδοιπόρος μέσα στο
λιοπύρι το καλοκαίρι και μέσα στις βροχές το φθινόπωρο, για να μας
φέρεις ψωμί κυρίως και άλλα αγαθά, για να ζήσουμε. Ετσι μας μεγάλωσες,
έτσι σπουδάσανε πολλοί, ενώ άλλοι έγιναν τίμιοι επαγγελματίες. Αυτά τα
δύσκολα χρόνια έκανες εσύ, τυφλός όντας, τόσο μεγάλο έργο, που άλλοι
βλέποντες και με εξουσία δεν έκαναν. Τουναντίον, σας ταλαιπωρούσαν συχνά
και έφευγες από πόλη σε πόλη, έχοντας υπό την σκέπην σου και την
αγκαλιά σου εμάς» τονίζει.
ΣΥΓΧΩΡΗΣΕ ΚΙ ΑΥΤΟΝ ΠΟΥ ΤΟΝ ΕΒΛΑΨΕ!
Ο κ. Αγγελιδάκης συνεχίζει: «Δεν ξέρω πόση δύναμη χρειάζεται ένας
άνθρωπος ώστε να συγχωρήσει κάποιον που τον έβλαψε ανεπανόρθωτα.
Αυτή τη δύναμη όμως την είχε ο πατήρ Μελέτιος. Πήγαινα στο γυμνάσιο,
όταν μια μέρα μου έδωσε να του διαβάσω ένα γράμμα από την Αυστραλία.
Ηταν του συνομηλίκου του, ο οποίος, παίζοντας, τον τύφλωσε κατά λάθος με
μια βελόνα που αρμάθιαζαν καπνά, στα τέλη της δεκαετίας του '20.
Μια επιστολή βαθιάς συγγνώμης για την ανήκεστο βλάβη που του είχε
προκαλέσει. Του απάντησε με μια επιστολή απέραντης ευγνωμοσύνης.
Μου υπαγόρευε και έγραφα. Τον ευχαρίστησε για το μεγαλύτερο καλό που
του είχε κάνει, αφού με την τυφλότητα είδε το ανέσπερο φως! Πραγματικά
“μέγας ο Θεός και μεγάλη η ισχύς Αυτού και της συνέσεως Αυτού ουκ έστιν
αριθμός”, όπως επαναλάμβανε συνεχώς! Ο πατήρ Μελέτιος έβλεπε με τα μάτια
της ψυχής».
http://www.romfea.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου