Ο Μιχαήλ Πατέρας και η σύζυγός του Ελένη, κάτοικοι Κονίτσης, το έτος 1921 απέκτησαν την Μαρίνα-Ερρικέτη. Οι γονείς της ήταν πιστοί, θεοσεβούμενοι και αρκετά ευκατάστατοι, με σπίτια, κτήματα πολλά και χρήματα από το εμπόριο που έκανε ο πατέρας της. Η μικρή Μαρίνα-Ερρικέτη, που όλοι την φώναζαν Κέτη, διδάχθηκε από μικρή την πατροπαράδοτη ευλάβεια, αλλά και η ίδια είχε έμφυτη αγάπη προς την Εκκλησία. «Από μικρή που ένοιωσα τον κόσμο, αγάπησα πολύ την θεία Λειτουργία και τις ακολουθίες της Εκκλησίας», ανέφερε η ίδια.
Ήταν Μεγάλη Σαρακοστή και τους έδιναν αρτύσιμα φαγητά, αλλά η Κέτη δεν έτρωγε τίποτε παρά μόνο ψωμί. Νήστευε για να κοινωνήσει του Ευαγγελισμού. Οι υπόλοιποι την ειρωνεύονταν και τη ρωτούσαν το πώς θα κοινωνήσει του Ευαγγελισμού; και αυτή με βεβαιότητα του έλεγε ότι μέχρι του Ευαγγελισμού θα γυρίσουμε στην Ελλάδα. Και όντως έγινε ανταλλαγή αιχμαλώτων πριν από τον Ευαγγελισμό και η Κέτη κοινώνησε των Αχράντων Μυστηρίων.
Στην Κόνιτσα έφευγε νύχτα από την εργασία της, πήγαινε να λειτουργηθεί και το πρωί επέστρεφε. Οι παρατηρήσεις των υπευθύνων δεν την ανέκοψαν. Ήταν καλή στη δουλειά της και αγαπούσε τα παιδιά. Γι’ αυτό και ανέχθηκαν αυτήν την θεοφιλή «ιδιοτροπία» της. Μια νύχτα πηγαίνοντας ως συνήθως να βρει Λειτουργία, πέρασε μέσα από ναρκοπέδιο, αλλά την φύλαξε ο Θεός. Πέρασε πάνω από τις νάρκες και δεν έσκασε καμμιά.

Παιδόπολη Ζηρού
Άλλοτε ήθελε να περάσει ένα ποτάμι μα δεν υπήρχε γέφυρα και για να μην χάσει τη θεία Λειτουργία την πέρασε στην πλάτη του ένας γέρος βοσκός. Περπατούσε πολύ, μάλλον πετούσε, και πήγαινε μέσα από δύσβατους τόπους. Κάποτε περνώντας κοντά από ένα μαντρί την αντιλήφθηκαν τα σκυλιά και όρμησαν να την φάνε. «Πρόλαβα», είπε, «και κάθισα κάτω και τα σκυλιά αμέσως γύρισαν πίσω». Άλλη φορά συνάντησε νύχτα μια αρκούδα, της έφεξε στα μάτια με τον φακό που είχε μαζί της και το ζώο άλλαξε δρόμο και έφυγε.
Οι περιπέτειες της Κέτης για την καθημερινή της Λειτουργία ήταν πολλές. Τότε δεν είχαν τηλέφωνα. Κάποια μέρα δεν ειδοποιήθηκε από κανένα γνωστό της ιερέα για Λειτουργία την επομένη. Όταν τελείωσε από τη δουλειά της ξεκίνησε από την Φιλιππιάδα το απόγευμα με τα πόδια, αφού ρώτησε πρώτα εκεί τους παπάδες, μετά πήγε στο χωριό Καμπή, ύστερα στην Παντάνασσα, εν συνεχεία στον Άγιο Γεώργιο, αλλά δεν είχαν Λειτουργία, συνάμα και νύχτωσε. Φεύγει για το Κεράσοβο, πάντα με τα πόδια. Εκεί βρήκε παπά που θα λειτουργούσε την άλλη μέρα, αλλά δεν έμεινε γιατί του παπά του πονούσε το δόντι· η Κέτη φοβήθηκε μήπως δεν μπορέσει από τον πονόδοντο να λειτουργήσει και έφυγε για την Βούλιστα Παναγία. Πηγαίνοντας για την πάνω Βούλιστα με την αδελφή του παπά, έπεσε σε ένα λάκκο με ασβέστη μέχρι τα γόνατα. Πλύθηκε και πήγε στην Λειτουργία. Από το απόγευμα που ξεκίνησε μέχρι το ναό που λειτουργήθηκε διήνυσε απόσταση τριάντα χιλιομέτρων.
Κάποια φορά μια χειμωνιάτικη νύχτα έκανε τέτοια καταιγίδα που ξερίζωνε δέντρα. Ούτε και αυτό στάθηκε εμπόδιο. Πήγε χωρίς δισταγμό να λειτουργηθεί, αλλά άργησε να επιστρέψει. Όλο το προσωπικό περίμεναν ανήσυχοι και φοβόντουσαν μήπως κάποιο δέντρο έπεσε πάνω της. Εμφανίσθηκε χαρούμενη με ματωμένα πόδια εξηγώντας πως η καθυστέρησή της οφειλόταν στο ότι περνούσε πάνω από τα πεσμένα δέντρα που συναντούσε.
Η Κέτη ήταν μια λαϊκή ασκήτρια σε μεγάλα μέτρα. Τον εαυτό της τον είχε παραμελημένο και παραπεταμένο. Από τον μισθό της ποτέ δεν διέθεσε ούτε δραχμή για τον εαυτό της, για ρούχα ή για φαγητό. Φορούσε φτωχικά ρούχα και παπούτσια που της έδιναν ελεημοσύνη. Έτρωγε λίγο και όχι για να χορτάσει γιατί ήθελε να προσεύχεται νηστική. Ποτέ δεν μαγείρευε για τον εαυτό της, αλλά και ποτέ δεν έμεινε χωρίς φαγητό. Πήγαινε στην Χριστίνα Εζνεπίδου, αδελφή του γέροντος Παϊσίου και επειδή της είχε θάρρος της έλεγε να κάνει λίγο ζυμαρικό. Έλεγε «αυτό είναι βασιλικό φαγητό». Όσο καιρό ήταν στην παιδόπολη, κανείς δεν την είδε να τρώει με το προσωπικό. Κρέας δεν έτρωγε και μετά την κοίμηση της μητέρας της απείχε και από τα γαλακτοκομικά και τα αυγά. Είχε μεγάλη αντοχή στη νηστεία. Πολλές μέρες τις περνούσε μόνο με το αντίδωρο που είχε μέσα στην τσάντα της.
Η ζωή της Κέτης από παιδί μέχρι την κοίμησή της ήταν θεία λατρεία, άσκηση και ελεημοσύνη. Ήταν τόσο ελεήμων που τα υλικά τα οποία άφθονα της παρείχαν οι γονείς της, τα μοίραζε σε φτωχούς. Και όταν της έβαζαν περιορισμούς, τύλιγε σε ένα σεντόνι τα τρόφιμα και με ένα σχοινί τα κατέβαζε από το παράθυρο για να μην τα βλέπουν οι γονείς της. Τα ενοίκια των χωραφιών που έπαιρναν σε είδος (σιτάρι, καλαμπόκι κ.λ.π.), τα κουβαλούσε κρυφά σε μια γειτόνισσα έμπιστή της και από εκεί με άνεση έκανε διανομή στους φτωχούς, για να μην την βλέπει και στενοχωριέται η μητέρα της.
Ήταν η πρώτη συνεργάτης του π. Παϊσίου στις ομάδες αγάπης και συνέχιζε αυτό το έργο και μετά την αναχώρηση του Γέροντα από το Στόμιο. Οι καλοσύνες που έκανε ήταν πολλές και αθόρυβες. Όχι μόνο διέθεσε τον μισθό της και όλη την περιουσία της για τους φτωχούς, αλλά και η ίδια έγινε διάκονος της αγάπης για τους φτωχούς και τους αρρώστους.
Τις ελεύθερες ώρες έτρεχε στα χωριά, έκανε ενέσεις στους αρρώστους και κουβαλούσε τρόφιμα σε φτωχούς. Φορούσε μια κάπα επίτηδες για να μην φαίνονται οι τσάντες με τα τρόφιμα.
Για τον εαυτό της δεν φρόντιζε. Σκεφτόταν τους άλλους. Δεν μιλούσε για αγαθοεργίες μόνο έπραττε, όσο μπορούσε αθόρυβα. Έδινε χρήματα στον ιερέα της Μελισσόπετρας για να βοηθά φτωχές οικογένειες. Βάπτισε αρκετά παιδάκια και είχε τη μέριμνά τους.
Στο Ριζοβούνι περιποιόταν μια γριά εγκαταλελειμμένη μέχρι την κοίμησή της, σαν να περιποιόταν τη μάνα της. Στο Άγιο Γεώργιο επίσης μια άλλη γριά που της προσέφερε ότι χρειαζόταν μέχρι που κοιμήθηκε. Βοηθούσε και μια άλλη φτωχή και πολύτεκνη οικογένεια. Η μάνα περίμενε παιδάκι αλλά σκεπτόμενη την φτώχεια τους αποφάσισε με τον άντρα της να πάνε για έκτρωση. Στον δρόμο συνάντησαν την Κέτη η οποία όταν έμαθε τι είχαν αποφασίσει τους έβαλε τις φωνές. Τους είπε να γυρίσουν σπίτι τους και υποσχέθηκε να αναλάβει την προστασία και την τροφοδοσία του παιδιού. Έγινε μάλιστα ανάδοχός του και το βοήθησε περισσότερο από όσο υποσχέθηκε μέχρι που μεγάλωσε και άρχισε να εργάζεται.
Έκανε τακτικά ταξίδια στην Κόνιτσα και στην Αθήνα για να βλέπει τη μητέρα της και τα αδέλφια της. Αν και είχε χρήματα, δεν ήθελε να πληρώνει εισιτήριο. Πήγαινε με ωτοστόπ όχι από τσιγγουνιά αλλά για να διαθέσει τα χρήματα του εισιτηρίου για ελεημοσύνες. Έλεγε: «με αυτά τα χρήματα του εισιτηρίου μπορώ να αγοράσω δυό-τρία κιλά ρύζι και να τα δώσω σε μια φτωχή οικογένεια που πεινάει». Κάποτε όλη την ημέρα περίμενε στον δρόμο όρθια, δεν σταμάτησε να την πάρει κανένα αυτοκίνητο και γύρισε στο σπίτι με τις τσάντες.
Από το μοναστήρι της Σουρωτής, με υπόδειξη του γέροντος Παϊσίου, έστελναν στην Κέτη κάθε χρόνο μια ευλογία, καθαρό μέλι, ελιές, βιβλία. Πολύ τα χαιρόταν· αμέσως πήγαινε τα πουλούσε και έδινε τα χρήματα όπου ήξερε ότι έχουν μεγάλη ανάγκη.
Η Κέτη φρόντιζε πολύ για την ευπρέπεια των Εκκλησιών. Με ενέργειές της και την χρηματική της βοήθεια ανακαινίσθηκε και καλλωπίσθηκε ο ναός του αγίου Νικολάου στο χωριό Άγιος Γεώργιος Φιλιππιάδος· φρόντιζε ακόμη να έχει λάδι για τα καντήλια. Ενδιαφερόταν για την καθαριότητα και την τάξη της Εκκλησίας και παρακινούσε τις γυναίκες να φροντίζουν για την Εκκλησία καλύτερα από το σπίτι τους.
Η Κέτη ό,τι ακίνητα είχε κληρονομήσει τα αφιέρωσε στην Ιερά Μονή Στομίου και ένα οίκημα εντός της Κονίτσης το δώρησε στην Μητρόπολη. Είναι το γηροκομείο Κονίτσης. Ζητούσε από την αδελφή της και την ανιψιά της να κάνουν το ίδιο και αυτές. Τις παρακινούσε λέγοντας: «Πώς θα πάτε στην άλλη ζωή με άδεια χέρια;»
Κάποτε που γιόρταζε η Εκκλησία του Αγίου Νεκταρίου στο χωριό Άγιος Γεώργιος Φιλιππιάδος, πήγε η Κέτη σε μια χήρα που είχε πολλά λουλούδια στην αυλή της, την παραμονή, και της ζήτησε λουλούδια για να φτιάξει ένα στεφάνι για την εικόνα του Αγίου. Η χήρα αρνήθηκε και δεν της έδωσε λουλούδια. Η Κέτη έφυγε και μόνο της είπε: «Δεν πειράζει, μην μου δίνεις, αλλά μέχρι το βράδυ θα τα χάσεις, δεν θα σου μείνει ούτε ένα λουλούδι». Και πράγματι όταν άρχισε να βραδιάζει, την ώρα του Εσπερινού έπιασε μια ραγδαία βροχή και ένας ανεμοστρόβιλος δυνατός, με αποτέλεσμα να μην μείνει ούτε ένα λουλούδι, καταστράφηκαν όλα, όπως είχε προειπεί η Κέτη.
Έβλεπε όλους τους ανθρώπους καλούς και έμπαινε αδιακρίτως σε όλα τα αυτοκίνητα. Μια νύχτα για την Βουλίστα Παναγιά, ένα αυτοκίνητο που περνούσε, σταμάτησε δίπλα της και μπήκε μέσα. Στον δρόμο ο οδηγός την πείραξε με λόγια άπρεπα και αυτή ενώ έτρεχε το αυτοκίνητο άνοιξε την πόρτα για να πηδήξει έξω. Πρόλαβε ο οδηγός και σταμάτησε. Αυτή κατέβηκε και συνέχισε την πορεία της μέσα στη νύχτα.
Όταν η μητέρα της Κέτης δεν μπορούσε πλέον μόνη της να εξυπηρετείται, γιατί είχε φθάσει 90 χρονών, η Κέτη για να την έχει κοντά της έφερε στο σπίτι του παπα-Βασίλη στον Άγιο Γεώργιο, το έτος 1969. Την ημέρα την περιποιούταν η πρεσβυτέρα και τη νύχτα καθόταν μαζί της η Κέτη. Μαζί με την μητέρα της η Κέτη έφερε και μια εικόνα της Παναγίας Βρεφοκρατούσης και είπε ότι είναι πολύ θαυματουργή. Ήταν οικογενειακό κειμήλιο και πάντα όταν επρόκειτο να πεθάνει κάποιος του σπιτιού, η εικόνα έπεφτε από το εικονοστάσι κάτω στο πάτωμα. Είπε η Κέτη με βεβαιότητα στον παπα-Βασίλη: «Όταν θα πεθάνει η μητέρα μου, η εικόνα θα μας προειδοποιήσει με τον θόρυβο από το πέσιμό της». Η εικόνα ήταν καλά τοποθετημένη και ήταν αδύνατο να πέσει, αλλά η Κέτη επέμενε ότι, πριν πεθάνει η μητέρα της, η εικόνα θα πέσει οπωσδήποτε. Στις 8 Ιουλίου 1971 κάθονταν ο παπα-Βασίλης και η Κέτη στο ισόγειο και ξαφνικά ακούστηκε σαν να έπεσε τουφεκιά από το δωμάτιο που ήταν η εικόνα. Η Κέτη πετάχτηκε και φώναξε «έπεσε η εικόνα». Με ευλάβεια και φόβο την ασπάστηκαν και την έβαλαν στη θέση της. Απορίας άξιον είναι πως δεν έπεσαν και οι άλλες εικόνες που ήταν στο ίδιο εικονοστάσι. Στις 10 Ιουλίου, δύο μέρες μετά το πέσιμο της εικόνος, εκοιμήθη η κυρία Ελένη Πατέρα και την ενταφίασαν στην Κόνιτσα.
Ύστερα η Κέτη είπε ότι στο εξής η εικόνα δεν πρέπει να μένει μέσα σε οικογένεια, πρέπει να πάει σε μοναστήρι και την έστειλε στην Ιερά Μονή της Παναγίας Ροβέλιστας, στην Άρτα, όπου φυλάγεται μέχρι σήμερα.
Στο στενό περιβάλλον της Κόνιτσας ο πατήρ Παΐσιος γνώριζε από μικρός την Κέτη και την οικογένειά της. Αυτή τον εκτιμούσε και τον θαύμαζε για την ευλάβειά του και την ασκητικότητά του, αν και ήταν μεγαλύτερη στην ηλικία. Διηγείτο γελώντας ο Γέροντας τα εξής: «Όταν ήταν να έρθουν στην Κόνιτσα οι Ιταλοί, χτύπησαν το μεσημέρι οι καμπάνες για να κρυφτούν οι άνθρωποι. Η Κέτη πήρε το μπουκάλι με το λάδι και πήγαινε στην Εκκλησία για τον Εσπερινό, ενώ οι άλλοι έτρεχαν να κρυφθούν».
Όποτε ο Γέροντας έμενε στο σπίτι της Κέτης, φώναζε και την Ευθαλία (ξαδέλφη της Κέτης) και προσεύχονταν μαζί, έκαναν Παρακλήσεις και πνευματική συζήτηση. Μια φορά έκαναν την Παράκληση στην Παναγία και τότε ήρθε να τον δει ο γιατρός Βαντέρας. Είδε και αυτός έκπληκτος την εικόνα της Παναγίας να κουνιέται με θόρυβο από μόνη της.
Όταν μόναζε στην Μονή Στομίου ο π. Παΐσιος η Κέτη πολλές φορές ανέβαινε από τη νύχτα προκειμένου να λειτουργηθεί εκεί. Αργότερα από το Άγιον Όρος ο π.Παίσιος της έστελνε γράμματα με συμβουλές και ευλογίες (σταυρούς, κομποσχοίνια, βιβλία). Της ζητούσε άγραφα τετράδια, ο ίδιος αντέγραφε χωρία από την Αγία Γραφή, τους αγίους Πατέρες και της τα έστελνε.
Τέλη Απριλίου του 1971, μετά το Πάσχα, ο γέροντας Παΐσιος πήγε να δει την μητέρα της Κέτης, γιατί κατάλαβε ότι θα φύγει. Κάθησε όλη τη νύχτα μαζί με την κυρία Ελένη και συνομιλούσαν. Το πρωί, πριν φύγει, αποχαιρετώντας είπε στην κυρία Ελένη ότι μετά από 20 είκοσι χρόνια θα ανταμώσουν ενώ στην Κέτη είπε ιδιαιτέρως να προετοιμάσει την μητέρα της γιατί θα πεθάνει. Έγιναν όλα όπως τα προείπε ο Γέροντας.
Όταν έβγαινε ο Γέροντας στη Σουρωτή ειδοποιούσε την Κέτη και αυτή πήγαινε να τον συμβουλευθεί. Προσφέρονταν πολλοί για να την μεταφέρουν με την ελπίδα να καταφέρουν να δουν και αυτοί τον Γέροντα.
Ήταν τέλη Μαΐου. Ο Γέροντας ειδοποίησε την Κέτη να έρθει να την δει. «Τον βρήκα να πονάει αφόρητα», είπε. Συνομίλησαν, την συμβούλευσε και της είπε να φύγει για να ξανάρθει της αγίας Ευφημίας, στις 11 Ιουλίου. Αλλά όταν έφθασε η εορτή της αγίας Ευφημίας η Κέτη από μικροεμπόδια ανέβαλε την επίσκεψή της και μετά πληροφορήθηκε ότι εκοιμήθει ο Γέροντας στις 12 Ιουλίου 1994. Μετανοιωμένη κτυπούσε το κεφάλι της και έλεγε: «Καλά μου είπε να πάω, το ήξερε ότι θα πεθάνει τότε και εγώ δεν πήγα».
Μετά την κοίμησή του ο Γέροντας βοήθησε την Κέτη. Κάποτε ενώ έπαιρνε ένα φάρμακο για την οστεοπόρωση, είχε εξαντληθεί και αδυνατίσει πολύ. Τον παρακάλεσε να κάνει κάτι και τον είδε στον ύπνο της να την συμβουλεύει να διαβάσει καλά την συνταγή του φαρμάκου. Είδε ότι δεν είναι για την πάθησή της και το πέταξε.
Όταν χειροτέρεψε την μετέφεραν στον Νοσοκομείο Χατζηκώστα των Ιωαννίνων και εκεί με δύο βαθιές ανάσες παρέδωσε την εξαγνισμένης της ψυχή στα χέρια του Θεού που λάτρεψε και υπηρέτησε σε όλη της την ζωή, την Τετάρτη στις 7 Μαΐου 2003 σε ηλικία 82 ετών.

Άγιος Νικόλαος Κονίτσης
Πολλοί που γνώρισαν την Κέτη έχουν αρνητική γνώμη για αυτήν. Ήταν σχεδόν από όλους καταφρονημένη και παρεξηγημένη. Την αποκαλούσαν νευρασθενή, τρελή. Άλλοι την θεωρούσαν ενάρετη και ζητούσαν την προσευχή της. Τι ήταν τελικά η Κέτη; Ο Γέροντας Παΐσιος την αποκαλούσε γνησία πνευματική αδελφή του και έγραφε σε επιστολή του: «Η Κέτη, κατ’ εμέ η Αγία».
Φυσικό είναι η υψηλή της ζωή να μην κατανοηθεί και να παρεξηγηθεί από πολλούς. Ο βίος της ήταν ανόμοιος για τους πολλούς ακόμα και για τους καθωσπρέπει χριστιανούς. Και η ίδια ενίοτε έκανε επίτηδες κάποιες σαλότητες. Πήγαινε π.χ. στο σπίτι γνωστής της και απαιτούσε να γίνει το φαγητό στην στιγμή. Το έτρωγε, το επαινούσε και την άλλη μέρα διαμαρτυρόταν: «Τι φαγητό είναι αυτό; Τι έβαλες μέσα; Κόντεψα να πεθάνω».
Οι παραξενιές της, φυσικές ή προσποιητές, ίσως ήταν κατάλοιπα από την ομηρία της ή τις έκανε σκόπιμα, έχουν τη χάρη τους και δείχνουν την ταπείνωσή της. Δεν προσπαθούσε να δείχνει στους ανθρώπους ευγενική και πνευματική συμπεριφορά. Δεν την ενδιέφερε η γνώμη του κόσμου αλλά να μην γίνει κάτι που δεν αρέσει στον Θεό. Ιερομόναχος που την γνώρισε και την εξομολόγησε, είπε: «Τέτοια εξομολόγηση, με τέτοια ταπείνωση, δεν έχω ξανακούσει».
Ας ευχηθούμε ο Θεός να ξεκουράσει την ψυχή της και να μπορέσουμε να παραδειγματιστούμε και να μιμηθούμε τη ζωή της.
https://monastiriakonitsis.gr




Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου