Ο Πατέρας Αθανάσιος, κατά κόσμον Γεώργιος Χαμακιώτης, γεννήθηκε το 1891 σε ένα μικρό ορεινό χωριό των Καλαβρύτων, την Τουρλάδα. Οι γονείς του Βασίλειος και Κωνσταντίνα ήταν άνθρωποι φτωχοί, απλοί και πολύ ευσεβείς. Ο Γεώργιος από μικρό παιδί ξεχώριζε για τη σύνεση, σεμνότητα, καλωσύνη του και έδειχνε ιδιαίτερη κλίση προς την Ιερωσύνη. Δεύτερο «Παπουλάκο» τον ονόμαζαν οι χωριανοί. Σε ηλικία 15 χρόνων έγινε δόκιμος μοναχός στην Αγία Λαύρα, όπου μόναζε και ο θείος του, Ιερομόναχος Πατέρας Χαρίτων Αναγνωστόπουλος. Μετά από επταετή δοκιμασία και αφού τελείωσε την Ιερατική σχολή Άρτης, εκάρη μοναχός με το όνομα Αθανάσιος. Σε ηλικία 25 ετών χειροτονήθηκε διάκονος και στις 14 Σεπτεμβρίου 1921 σε ηλικία 30 ετών πρεσβύτερος.
Το 1931 ήρθε στην Αθήνα για λόγους υγείας, όπου υπηρέτησε για λίγο στην Ανάληψη, τη Γλυφάδα, τη Μάνδρα και το 1936 διορίστηκε εφημέριος σε ένα πολύ παλιό και όμορφο εκκλησάκι, την Παναγία τη Νερατζιώτισσα στο Μαρούσι. Εκεί έζησε μέχρι το 1963. Τα τελευταία τέσσερα χρόνια της αγίας του ζωής έζησε σε ένα μικρό μοναστηράκι, την «Παναγία τη Φανερωμένη», που το έφτιαξε ο ίδιος στη σημερινή Ροδόπολη (Μπάλα) Αττικής. Εκεί βρίσκεται και ο τάφος του.
Ο Πατέρας Αθανάσιος, ο ευλαβής, ο ελεήμων και πολύπειρος πνευματικός, εκοιμήθη εν Κυρίω στις 17 Αυγουστου 1967 πλήρης ημερών και καλών έργων.
Υπήρξε μία όντως οσιακή μορφή. Ήταν άνθρωπος πολλής προσευχής. Η ζωή του αναλώθηκε στη διακονία του Κυρίου και των ανθρώπων. Ζούσε πραγματικά σ’ ένα παροξυσμό αγάπης και αυτοπροσφοράς. Για την αγάπη και την φιλανθρωπία του θα μπορούσαν να γράφουν τόμοι. Κυριολεκτικά έδινε τα πάντα.
- Κοιμάμαι φτωχός και ξυπνάω πλούσιος, έλεγε χαριτολογώντας.
- Λεφτά δεν έχω και χωρίς λεφτά δεν μένω.
Έλεγε για την άξια της ελεημοσύνης:
- Παιδί, ξέρεις τι γίνεται με την ελεημοσύνη; Δίνει ο κόσμος κουρελόχαρτα και αγοράζει παράδεισο!
Τα χρήματα δεν ήθελε ούτε να τα αγγίζει. «Αυτά σταύρωσαν τον Χριστό», έλεγε συχνά. Δεν είχε τίποτε επάνω του. Με το ένα χέρι του τα δίνανε με το άλλο τα έδινε. Χαρακτηριστικό είναι το παρακάτω περιστατικό.
Κάποια μέρα τον επισκέφθηκε απελπισμένη μια χήρα γυναίκα. Ο λόγος ήταν ότι θα της έκαναν έξωση, επειδή δεν είχε να πληρώσει το ενοίκιο. Ο Γέροντας τη συμπόνεσε, αλλά εκείνη τη στιγμή δεν είχε καθόλου χρήματα.
- Παιδί, της είπε, δεν έχω δραχμή στην τσέπη μου. Όμως μη φύγεις. Κάθησε έξω στους πάγκους να δω τι θα γίνει.
Ο ευσπλαχνικός Γέροντας κατέφυγε με πόνο στην προσευχή. Σε λίγο μια ευκατάστατη κυρία κατέφθασε και του παρέδωσε έναν φάκελο με σεβαστό ποσό. Ο Γέροντας ούτε άνοιξε τον φάκελο να δει πόσα χρήματα είναι. Φώναξε με χαρά τη χήρα και της τα παρέδωσε. Η γυναίκα ανοίγοντας τον φάκελο έμεινε άφωνη. Ήταν ακριβώς το ποσό που χρωστούσε στον ιδιοκτήτη.
Το φιλανθρωπικό έργο του π. Αθανασίου ήταν τεράστιο. Για να ανακουφίσει τους πάσχοντας αδελφούς του, ιδιαίτερα στα χρόνια της κατοχής, συγκέντρωνε ρούχα, τρόφιμα και χρήματα. Ένας απλός κουμπαράς, το «κιβώτιον των πενήτων», όπως το ονόμαζε, ήταν το φιλόπτωχο ταμείο του, που γέμιζε απ’ τις προσφορές, κυρίως το «δίλεπτο» των πνευματικών του παιδιών. Ο ίδιος έτρεχε παντού και έκανε τα πάντα. Υπηρετούσε ηλικιωμένους, παραλύτους. Ήταν ο άγγελος παρηγοριάς των εγκαταλελειμμένων φυματικών της περιοχής. Τους πήγαινε αυγά και άλλα τρόφιμα και έπαιρνε τα λερωμένα ρούχα τους, τα έπλενε, τα σιδέρωνε και τους τα πήγαινε με τα πόδια από το Μαρούσι στα Μελίσσια. Και όλα αυτά «εν τω κρύπτω». Όσο όμως κι αν κρυβόταν, ο Θεός επέτρεπε, προς οικοδομή των πιστών να φανερώνονται οι πάμπολλες ευεργεσίες του. Αν και σίγουρα πολλά έμειναν κρυφά. Ο Γέροντας είχε στοργική καρδιά όχι μόνο για τους ανθρώπους, αλλά και για ολόκληρη τη δημιουργία του Θεού. Όλα τα έβλεπε ως αφορμή δοξολογίας. Η αγάπη του για τη φύση ήταν έκδηλη.
Έλεγε στα πνευματικά του παιδιά:
- Κοιτάξτε αύτό το λουλούδι! Τί καλλιτέχνημα! Μπορεί να το φτιάξει ανθρώπινο χέρι;
Γι’ αυτή τη γεμάτη αγάπη καρδιά των Αγίων, γράφει ο Αββάς Ισαάκ: «Και τι εστί καρδία ελεήμων; Καύσις καρδίας υπέρ πάσης της κτίσεως, υπέρ των ανθρώπων και των ορνέων και των ζώων και των δαιμόνων και υπέρ παντός κτίσματος».
Ακόμα και τις τελευταίες στιγμές της επίγειας ζωής του δεν ξέχασε την ελεημοσύνη. Όταν λίγες μέρες πριν του είπαν ότι ήλθε η σύνταξή του, αντέδρασε.
- Γυμνός ήρθα, γυμνός και θα φύγω. Δώστε τα όλα.
Και μερίμνησε να δοθούν σε μια φτωχή οικογένεια στην Πεύκη.
Στις 16 Αυγούστου, τελευταία μέρα της επίγειας ζωής του ο Γέροντας κάτι ψιθύριζε. Σε μια στιγμή γύρισε το κεφάλι και είπε:
- Α! έφυγε.
Η μοναχή που τον υπηρετούσε τον ρώτησε ποιός τον επισκέφτηκε, και της είπε:
- Η ελεημοσύνη, παιδί!
- Και τι της είπατε;
- Της είπα: Ό,τι είχα το έδωσα. Δεν έχω τίποτα άλλο!
Η ελεημοσύνη σίγουρα θα ήταν ο καλύτερος πρεσβευτής του στον θρόνο του Θεού. Γράφει ο όσιος Εφραίμ ο Σύρος: «Μακάριος ο πολλούς ευ ποιών πένητας· πολλούς γάρ ευρήσει συνηγόρους κρινόμενος». Δηλαδή, μακάριος είναι εκείνος που ευεργετεί πολλούς φτωχούς, διότι όταν θα κρίνεται θα έχει πολλούς υπερασπιστές.
Περιστατικά από τη ζωή του γέροντος Αθανάσιου Χαμακιώτη.
1) Κι ένας άλλος αββάς μαρτυρούσε εκείνες τις μέρες του Χριστού τα Πάθη και την Ανάσταση: ο πατήρ Αθανάσιος Χαμακιώτης στον ναό της Παναγίας Νεραντζιώτισσας στο Μαρούσι της Αττικής. Κράτησε την ευσέβεια των Αθηναίων, και μάλιστα των υψηλών τάξεων, μισό αιώνα. Ήταν γερή κουτσούρα ο παπα- Θανάσης, που την περιέλουζαν τα νάματα της Χάριτος και βλάσταινε συνεχώς αγιοπατερική θεολογία.
Αυτοί οι πατέρες δεν έκαναν ούτε τους προορατικούς ούτε τους θαυματουργούς. Είχαν κατέβη στον στίβο και πάλευαν μαζί με τον κόσμο και έστηναν τρόπαιο νίκης κατά της κακουργίας των δαιμόνων.
Έμειναν στην παράδοση των παλαιών παπάδων, ακούρευτοι, αναρωμάτιστοι, ταπεινοφορούντες, πενιχρά διαβιούντες. Στο έργο της Εκκλησίας δεν τους ξέφυγε κανένα «νομίζω, έχω την γνώμη, εγώ αυτό έτσι θα το ‘κανα». Έτσι , ήταν μια καλή συνέχεια του παπα- Πλανά. Ούτε έκοβαν ούτε έρραβαν συνέχισαν όπως παρέλαβαν.
Τον παπα - Θανάση τον γνώρισα στο μονύδριο Κοιμήσεως της Θεοτόκου στην Μπάλα Αττικής. Μου λέγει:
- Κάθισε κοντά μου, να σου εξομολογηθώ την αμαρτία μου και το παράπονό μου. Η αμαρτία μου είναι πως, χωρίς να εξασκήσω ποτέ στην ζωή μου την υπακοή , την ζητώ από τους άλλους. Έτσι, όταν προστάζω την μοναχή υπακοή, εγώ ντρέπομαι, γιατί δεν γνωρίζω τον αγώνα της∙ δαγκώνεται η καρδιά μου. Τώρα που διαβάζω τα ασκητικά βιβλία της Εκκλησίας και εννοώ τον μισθό της υπακοής, καταλαβαίνω τί στερήθηκα και θλίβομαι βαθύτατα. Τώρα στα γεράματά μου σαν μικρό παιδί άρχισα να ξυπνώ και βλέπω τί έχασα στις απαρχές του μοναχικού μου βίου. Γι’αυτό λέγω συνεχώς στον εαυτό μου: «Παλιοκαλόγερε παπα-Θανάση, μη μιλάς». Εκείνο που αληθινά με ταλάνισε είναι το πατερικό σχόλιο στην προς Φιλιππησίους επιστολή: ο Χριστός δεν μας έσωσε γιατί δίδαξε, θαυματούργησε, σταυρώθηκε και αναστήθηκε, αλλά γιατί έκαμε υπακοή μέχρι θανάτου. Πού αυτό το μεγαλείο σ’ εμένα; Πού η γεύση της εκκοπής του θελήματος; Αναπαύεται δίπλα στο Καθολικό της Μονής που ίδρυσε. Και αυτοί που τον γνώρισαν και αυτοί που τον άκουσαν προσκυνούν τον τάφο του και τιμούν την μνήμη του. Έχει γραφή τόμος στο όνομά του…
Από το βιβλίο: «Μορφές που γνώρισα να ασκούνται στο σκάμμα της Εκκλησίας» Ιερά Μονή Δοχειαρίου , Άγιον Όρος Γραφικές Τέχνες – Εκδόσεις: «Το Παλίμψηστον».
2) Ο σεπτός Γέροντας, Ιερομόναχος π.Αθανάσιος Χαμακιώτης (1891–1967), το κόσμημα του Ησυχαστηρίου της Παναγίας της «Νερατζιώτισσας» (ή «Οδηγητρίας») στο Μαρούσι, έχοντας την Χάρη του Θεού, εκοσμείτο από πλήθος αρετών. Άνθρωπος της Χάριτος, πλημμυρισμένος από την αγάπη του Θεού, ξεχείλιζε καθολικά, μυστικά και αθόρυβα αυτήν την αγάπη και στις εικόνες του Θεού, γύρω του· στους πονεμένους και αναγκεμένους ανθρώπους που τον πλησίαζαν ή που συνδέονταν μαζί του πνευματικά. Ζούσε πραγματικά σ’ έναν συνεχή και αδιάκοπο παροξυσμό αγάπης (πρβλ. Εβρ. ι΄ 24) και αυτοπροσφοράς. Ήταν ολόκληρος μια αγάπη πηγαία, ειλικρινής, σπάνια, βαθειά, ολοκληρωτική, απίστευτη, που ασφαλώς δεν την βρίσκεις εύκολα σήμερα.
Ο ελεήμων Γέροντας π.Αθανάσιος «κυνηγούσε» συνεχώς να βρει ευκαιρίες για να δείξει έμπρακτα την αγάπη του και να μιμηθεί στο έπακρο τον «Πατέρα των οικτιρμών» (Β΄ Κορ. α΄ 3). Πραγμάτωνε συνεχώς αυτό που έλεγε ο Ιερός Χρυστόστομος: «Να γίνεστε ευσπλαγχνικοί όπως και ο επουράνιος Πατέρας σας. Παρόλο που πολλές άλλες εντολές μάς έδωσε ο Κύριος, εν τούτοις, για καμμιά άλλη περίπτωση δεν το είπε αυτό, παρά μόνον για τους οικτίρμονες. Γιατί, τίποτε δεν μας κάνει ίσους με τον Θεό, όσο η ευεργεσία».
3) Ο ΚΡΥΦΟΣ «ΔΡΑΣΤΗΣ»
Είναι πολύ συγκινητικά τα επόμενα περιστατικά. Αναρωτιέται κανείς: είναι δυνατόν να συνέβησαν στην εποχή μας την, τόσο εγωκεντρική; Κοντά στην «Νερατζιώτισσα», σ’ ένα φτωχικό σπίτι, κατοικούσε μια ηλικιωμένη γυναίκα, παράλυτη. Δεν είχε κάποιον άνθρωπο να την περιποιείται. Παραδόξως, όμως, όσοι την επισκέπτονταν έβλεπαν το σπίτι της καθαρό, περιποιημένο. Τα ρούχα της, πλυμένα και σιδερωμένα. Τοφαγητό της, έτοιμο. Δεν μπορούσαν να το εξηγήσουν αυτό. Όμως, ούτε και η ίδια η παράλυτη έλεγε κάτι. Η περιέργεια, οδήγησε κάποιους να παραφυλάξουν. Και να δουν. Και να μάθουν. Και αυτό που διαπιστώθηκε είναι ότι ο «δράστης» πίσω από όλο αυτό, ήταν ο Γέροντας Πατέρας Αθανάσιος. Όταν βράδυαζε, έπαιρνε το ραβδί του και ξεκινούσε για το σπίτι της παράλυτης. Σκούπιζε, καθάριζε, τακτοποιούσε το σπίτι, μαγείρευε και, όταν τελείωνε, επέστρεφε στο κελλί του έχοντας μαζί και τα άπλυτα ρούχα. Τα έπλενε, τα σιδέρωνε και, την επόμενη μέρα, τα επέστρεφε. Ο Γέροντας, έδωσε αυστηρή εντολή στην παράλυτη να μην το πει σε κανέναν. Όταν τα πνευματικά του παιδιά που παραφύλαξαν του το είπαν, ο π.Αθανάσιος, λυπήθηκε βαθύτατα. Έδωσε αυστηρή εντολή και σε αυτούς να μην μαρτυρήσουν τίποτα πριν τον θάνατό του, διαφορετικά δεν θα τους επέτρεπε να κοινωνήσουν.
4) «ΑΝ ΣΟΥ ΠΩ, ΠΟΙΟΣ!…»
Λίγο πιο πάνω, έμενε ένα αντρόγυνο. Ο άνδρας, μέθυσος. Ό,τι χρήματα έβγαζε, τα σπαταλούσε στο πιοτό. Η γυναίκα του, ήταν παράλυτη και κατάκοιτη. Το μόνο που λειτουργούσε κανονικά σε αυτήν, ήταν ο λόγος. Εκτός από το να μιλάει, δεν μπορούσε καμμιά άλλη κίνηση να κάνει. Λόγω της αρρώστιας της, λερωνόταν. Όμως και η γυναίκα αυτή είχε βρει τον δικό της μυστικό, ένστοργο και συμπαθή «άγγελο». Κάποια μέρα, την επισκέφθηκε μια αδελφική της φίλη. Είδε με έκπληξη μια στοίβα από ρούχα πλυμένα, σιδερωμένα.
– Ποιός σου τα έπλυνε; ρώτησε απορημένη.
– Αν σου πω, ποιός! Αλλά με επιτίμησε να μην το πω σε κανέναν. Όμως, σε αισθάνομαι σαν αδελφή μου και θα στο πω.
– Δεν χρειάζεται να μου το πεις. Κατάλαβα ποιός είναι· ο Πατέρας Αθανάσιος!
– Ακριβώς! Ήρθε τη νύχτα. Καθάρισε το σπίτι, έπλυνε τα ρούχα, τα στέγνωσε, τα σιδέρωσε και έφυγε!
Παρόμοια περιστατικά διηγούνται και άλλα πνευματικά του παιδιά. Τουλάχιστον σε άλλες τρεις περιπτώσεις παράλυτων ο Γέροντας Πατέρας Αθανάσιος Χαμακιώτης γινόταν κυριολεκτικά ο «διάκονός» τους. Τους περιποιόταν, τους καθάριζε το σπίτι, τους έπλενε τα ρούχα, τους μαγείρευε και τους τάϊζε ακόμη.
5) «ΕΙΔΕΣ, ΠΑΙΔΙ, ΠΟΣΟ ΜΑΣ ΑΓΑΠΑΕΙ Ο ΘΕΟΣ;»
Συγκινητικό και το επόμενο περιστατικό: Ήταν ο εφιαλτικός χειμώνας του 1942. Ο κόσμος, πέθαινε στους δρόμους από την πείνα και τις αρρώστιες. Μια πνευματική θυγατέρα, από τα πιο αγαπημένα παιδιά του Γέροντα Αθανασίου, άρρωστη και εξαντλημένη, έπνεε τα λοίσθια. Καταλάβαινε ότι πλησιάζει το τέλος της και έλεγε στους δικούς της να ετοιμάσουν το σάβανό της. Η μόνη παρηγοριά της, ήταν ένα μικρό ευαγγέλιο με χοντρό σκούρο εξώφυλλο. Διάβαζε λίγο, μετά ζαλιζόταν και το άφηνε δίπλα στο μαξιλάρι της. Πάνω στη ζαλάδα της, γύρισε και το είδε. Της φάνηκε σαν ψωμί. Και μονολόγησε:
– Αχ, Χριστέ μου! Να είχα λίγο ψωμάκι!
Όσοι ήταν μέσα στο δωμάτιο, χαμογέλασαν. Τότε, όχι ψωμί δεν υπήρχε, αλλά έδιναν με το δελτίο δώδεκα γραμμάρια λούπινα και, αυτήν ακόμη την ευτελή τροφή, είχαν πάνω από δέκα μέρες να την μοιράσουν.
Σκεφτόταν η άρρωστη:
– Πειρασμός, είναι!
«Οὐκ ἐπ’ ἄρτῳ μόνῳ ζήσεται ἄνθρωπος» (Ματθ. δ΄ 4).
Έξω, τα πάντα είχαν καλυφθεί από χιόνι. Οι Μαρουσιώτες δεν θυμούνται ποτέ άλλοτε τόσο χιόνι. Ξεπερνούσε το μισό μέτρο. Και το κρύο ήταν τσουχτερό. Όλα, είχαν νεκρώσει. Ο π.Αθανάσιος βρισκόταν στην άλλη άκρη της πόλης, κάπου στην Πεύκη, όπου έκαμνε έναν αγιασμό σ’ ένα σπίτι. Οι άνθρωποι του σπιτιού, αντί για χρήματα, του πρόσφεραν δύο κομμάτια άσπρο ψωμί. Ήταν ό,τι καλύτερο μπορούσαν να δώσουν. Όμως ο μακάριος Γέροντας Αθανάσιος, δεν το κράτησε ούτε έβαλε μπουκιά στο στόμα του. Αναλογίστηκε τα πνευματικά του παιδιά. Θυμήθηκε δύο από αυτά που είχαν την μεγαλύτερη ανάγκη. Το ένα, ήταν η άρρωστη που αναφέραμε. Ξεκίνησε για το σπίτι της. Ο δρόμος μακρύς και, με τόσο χιόνι, εξαιρετικά δύσκολος. Αλλά, «ἡ ἀγάπη, οὐ ζητεῖ τὰ ἑαυτῆς» (Α΄ Κορ. ιγ΄ 5). Δεν λογαριάζει τίποτα! Ποιός ξέρει πόση ώρα, ή, μάλλον, πόσες ώρες, περπατούσε ο αείμνηστος Γέροντας Αθανάσιος μέσα στα χιόνια! Έφτασε στο σπίτι της κατάκοιτης που λαχτάρησε λίγο άσπρο ψωμί και πήγε κατευθείαν στο δωμάτιό της.
– Τί κάνεις, παιδί;
– Δεν μπορώ, πάτερ μου, δεν είμαι καλά!
Ο άνθρωπος του Αγίου Θεού, ο Γέροντας Πατέρας Αθανάσιος Χαμακιώτης, έβγαλε από τον κόρφο του το ένα κομμάτι άσπρο ψωμί.
– Παιδί, πήγα κι έκανα αγιασμό σ’ ένα σπίτι, μου έδωσαν λίγο ψωμί και σου το έφερα!
Η άρρωστη, έμεινε άναυδη. Άρχισε να κλαίει και, μέσα στους λυγμούς της, του διηγήθηκε τον «πειρασμό» που βίωσε πριν από λίγο. Ο Γέροντας, χαμογέλασε ικανοποιημένος.
– Είδες, παιδί, πόσο μας αγαπάει ο Θεός;
Ο ευλογημένος Γέροντας, κάθισε, της είπε λόγους παρηγοριάς, στήριξε το καταρρακωμένο της ηθικό και την ευλόγησε. Η ετοιμοθάνατη σιγά–σιγά συνήλθε, επέζησε και διηγείται με δάκρυα μέχρι σήμερα το περιστατικό αυτό.
Ο Πατέρας Αθανάσιος, όμως, δεν τελείωσε την αποστολή του. Συνέχισε μέσα στα χιόνια την πορεία του. Βλέπετε, είχε ακόμη και ένα ακόμη κομμάτι ψωμιού στον κόρφο του. Μια ακόμη φτωχή νέα κοπέλα, άρρωστη από αδενοπάθεια, πεινούσε και υπέφερε. Ο Γέροντας έφτασε και σ’αυτό το σπίτι. Πρόσφερε το δεύτερο ψωμί, παρηγόρησε και την εκεί άρρωστη κι έφυγε. Κατάκοπος, βρεγμένος, παγωμένος, πεινασμένος, μόνος, έφτασε πίσω στο αγαπημένο του Ησυχαστήριο στην Παναγία την «Νερατζιώτισσα». Ο μακρύς δρόμος της θυσιαστικής αγάπης του Πνευματικού Πατέρα, τουλάχιστον για εκείνη την μέρα, τελείωσε…
Μητροπολίτη Αργολίδος.Νεκταρίου Αντωνοπούλου (νυν, Μητροπολίτου Αργολίδος): «Ιερομόναχος Αθανάσιος Χαμακιώτης (1891 - 1967)», κεφ. 6ο («Φλόγα αγάπης»), σελ. 167, 171, 178 –180 και 189 –191, Α΄ έκδοση, «Ακρίτας», Αθήνα Μάρτιος 1998.
6) Όταν ο καιρός ήταν άσχημος κι έβρεχε ή χιόνιζε, πάλι η ακολουθία γινόταν στο κελλί. Έλεγε όμως στο νεωκόρο:
– Παιδί, χτύπα την καμπάνα.
– Μα, πατέρα, ποιος θα έρθει τώρα με τόσο άσχημο καιρό; Έξω χιονίζει…
– Παιδί, δεν θα έρθει κανένας, αλλά όταν χτυπήσει η καμπάνα, θα την ακούσουν και κάποιος χριστιανός θα σηκώσει το χέρι του να κάνει το σταυρό του!
Όταν ερχόταν η Μεγάλη Εβδομάδα με καλούσε και μου έλεγε:
– Παιδί, πρέπει να μαζέψουμε χρήματα για να πάρουμε λουλούδια και να στολίσουμε τον Χριστούλη μας, να μην τον αφήσουμε παραπονεμένο.
Κι εγώ έκανα έρανο. Μαζεύονταν πολλά χρήματα. Μια φορά συγκέντρωσα 700 δρχ. (ποσό πολύ μεγάλο για κείνη την εποχή). Ο Γέροντας είχε διπλή χαρά:
– Πω - πω παιδί! θα στολίσουμε τον Χριστούλη και θα δώσουμε και στους φτωχούς.
Πριν πει το «Μετά φόβου Θεού…», πάντα θα προετοίμαζε τους ανθρώπους που θα κοινωνούσαν, με απλά λόγια:
– Προσέξτε παιδιά. Να μην πλησιάσετε αν δεν είσαστε έτοιμοι, αν είσαστε αξομολόγητοι. Μην πλησιάσετε όπως ο Ιούδας. Η Θεία Κοινωνία είναι φωτιά. Και όποιος έρχεται ανέτοιμος «κρίμα εαυτώ εσθίει και πίνει, μη διακρίνων το σώμα του Κυρίου. Διά τούτο εν υμίν πολλοί ασθενείς και άρρωστοι και κοιμώνται ικανοί». Σας το λέω για να μην έχω ευθύνη και για να μην πάθουμε κανένα κακό. Γι’ αυτό «δοκιμαζέτω άνθρωπος εαυτόν, και ούτως εκ του άρτου εσθιέτω και εκ του ποτηρίου πινέτω».
Η κατάθεση του μακαριστού Φώτη Κόντογλου είναι σημαντική:
– Μια λειτουργία του Πατρός Αθανασίου ισοδυναμεί με μια μετάγγιση αίματος στον οργανισμό.
«Η μεγαλυτέρα δύναμις την οποίαν έχομεν διά να επαναφέρωμεν ψυχάς εις τον Θεόν, είναι η δύναμις της προσευχής. Και το υψηλότερον όπου ημπορεί τις να κάμη είναι να προσεύχεται. Όταν το άγιον Πνεύμα εγγίζη την καρδίαν ενός ανθρώπου, πάντοτε εμπνέει θερμήν αγάπην εις την καρδίαν του. Οδηγεί την ψυχήν να ανακαλύψη το μυστικόν ότι όλα πηγάζουν από την προσευχήν. Η υπηρεσία και η πράξις ό,τι είμεθα και ό,τι επιθυμούμεν να είμεθα, εξέρχονται από την συνάφειαν με τον Θεόν».
«Να προσεύχεσαι θερμά και να εμπιστευθής την υπόθεσίν σου εξολοκλήρου εις τον Κύριόν μας και να τον παρακαλέσης να σου χορηγήση τα καλά και τα συμφέροντα. Είναι αλήθεια ότι ο άνθρωπος δεν πρέπει να μένη μετέωρος… η ψυχή η παραδιδομένη εις τον Κύριον έχει να κερδίση τα μέγιστα, διότι ειρηνεύει, γαληνεύει, δύναται να προσεύχεται, έχει τον νουν διαυγή, την καρδίαν καθαράν και εαυτόν σχετικώς αμόλυντον… Η επιμονή και υπομονή διά την επιτυχίαν του θελήματος του Θεού, η εγκαρτέρησις εις την ιεράν προσευχήν θα φέρη τα καλύτερα αποτελέσματα απ’ ό,τι ημείς ζητούμεν προηγουμένως. Θα φέρη προπαντός την ειρήνην της ψυχής “ου χωρίς ουδείς όψεται τον Κύριον”. Έχετε ανάγκην μεγάλης προσοχής και εγκαρτερήσεως εν τη προσευχή. Αλλά διά να εισακουώμεθα, πρέπει να έχωμεν την μεγίστην των αρετών, την ταπείνωσιν, η οποία είναι η βάσις και το κορύφωμα πασών των αρετών. Επίσης εν τη προσευχή να λησμονονώμεν ει τι έχωμεν κατά τινος. Να ζητούμεν αγάπην , συγχώρησιν και μετάνοιαν διά τους διώκοντας ημάς, να αποφεύγωμεν την κατάκρισιν…»
Κοντά στην Νερατζιώτισσα ζούσε μια οικογένεια που ασχολείτο με την κτηνοτροφία. Τα αδέλφια ήταν αρκετά οξύθυμα. Θύμωναν, έβριζαν, αισχρολογούσαν, βλαστημούσαν. Ο Πατέρας Αθανάσιος κάποια μέρα αποφάσισε να επέμβει. Φώναξε τον έναν αδελφό και του μίλησε με πολύ καλοσύνη:
– Παιδί, εσείς Δόξα Τω Θεώ έχετε μια εργασία από την οποία ζείτε. Δεν είναι σωστό να τσακώνεστε έτσι και να βλαστημάτε. Γιατί το κάνετε αυτό, αφού είσαστε καλοί άνθρωποι…
Ο νεαρός ντράπηκε, έσκυψε το κεφάλι και ο Γέροντας συνέχισε:
– Έλα, έλα μέσα να σε φιλέψω κάτι.
Ο νεαρός πέρασε και ο Γέροντας τον κέρασε γλυκό. Του είπε λίγα λόγια ακόμη. Στο τέλος τον ξεπροβόδισε.
– Πήγαινε, παιδί, στο καλό και να μην το ξανακάνετε, έτσι;
– Πατέρας Αθανάσιε, σου δίνω το λόγο μου, ότι θα προσπαθήσω να μην ξαναγίνει. Και πράγματι τα αδέλφια ειρήνευσαν από κείνη τη μέρα.
Σε κάποια επίσκεψή μου του μιλούσα για τα βάσανά μου και τις στενοχώριες μου, παραπονιόμουν για τις δοκιμασίες που με είχαν βρει. Ο Γέροντας με άκουγε υπομονετικά. Αφού τέλειωσα κούνησε το κεφάλι και μου είπε: «Αχ, παιδί. Εσύ θέλεις να κάθεσαι σταυροπόδι και να πας και στον παράδεισο!».
«Ο Κύριός μας δεν θα μας αφήση να δοκομασθώμεν υπέρ την δύναμίν μας, αλλά θα μας δώση την δύναμιν να ανταπεξέλθωμεν και κατά την δοκιμασίαν αυτήν. Όσο μεγαλυτέρα είναι η δοκιμασία μας τόσον και τα βραβεία θα είναι μεγαλύτερα τα οποία ετοιμάζει ο Κύριος διά τους αγωνιζομένους».
«Η θεία Κοινωνία μας ενώνει με τον Κύριόν μας, καίει τα αγκάθια της ψυχής μας, δίδει υπομονήν και μας προετοιμάζει διά την βασιλείαν των ουρανών».
Κάποτε τον επισκέφθηκε ένας νέος που πήρε απόφαση να αυτοκτονήσει. Διαμείφθηκε ο εξής διάλογος:
– Τι σου συμβαίνει, παιδί;
– Έχω ένα μεγάλο πρόβλημα και αποφάσισα να τερματίσω τη ζωή μου.
– Ε! όχι παιδί, δεν είναι σωστό αυτό! Να δώσεις την ψυχή σου στον σατανά; Τι ακριβώς σου συμβαίνει;
– Είμαι τριάντα χρονών και αγαπώ μια κοπέλα. Η μητέρα μου αντιδρά. «Όχι, δεν είναι κατάλληλη για σένα». «Θα πάω να αυτοκτονήσω» της λέω. Κι αυτή μου απαντάει: «Καλύτερα να αυτοκτονήσεις παρά να την πάρεις!» Καταλαβαίνετε την κατάστασή μου.
– Άκουσε παιδί! Κατ’ εντολή δική μου, δηλαδή του Κυρίου, δεν θα ακούσεις την μητέρα σου, γιατί δεν έχει δίκιο. Να νυμφευθείς την κοπέλα. Πήγαινε να βγάλεις άδεια, να φέρεις τα στέφανα και ένα κερί ν’ ανάψουμε, τιποτ’ άλλο. Και θα ‘ρθειτε, αν γίνεται αύριο κιόλας, για να σας στεφανώσω εγώ!
Ο νέος του φίλησε πολλές φορές το χέρι. Τακτοποίησε τα χαρτιά του και ο Γέροντας τέλεσε το μυστήριο. Έκανε μάλιστα και πολύ καλή οικογένεια.
«Παιδιά, το ευχέλαιο, δεν αντικαθιστά την εξομολόγηση».
«Παιδί, η χριστιανική πίστη και ζωή είναι ευγένεια, ευγένεια, ευγένεια».
Κατά την ώρα της μετάληψης, αν οι γονείς έλεγαν στο παιδάκι, «έλα, θα πάρεις γλυκό, ή χρυσό δοντάκι», ο Γέροντας τους διόρθωνε: «Όχι παιδί, ο Χριστός είναι, το Χριστό θα πάρεις».
Η μητέρα μου τον επισκέφθηκε γιατί είχε πρόβλημα με τον αδελφό μου που αντιδρούσε σφόδρα για την Εκκλησία. Πήγε απελπισμένη στον Πατέρα Αθανάσιο. Με απλές κουβέντες την καθησύχασε.
- Παιδί, με τη βία δεν κερδίζεις τίποτα. Να μην τον πιέζεις και να μην τον στέλνεις με το ζόρι. Άφησέ τον ο ίδιος να αποφασίσει.
Κάποια μέρα άνοιξε στο Μαρούσι ένας κινηματογράφος. Ο Πατέρας Αθανάσιος στο κήρυγμά του μίλησε με σκληρά λόγια. Εγώ αντέδρασα. Πήγα αμέσως να τον συναντήσω.
- Πάτερ, γιατί να μην πάω στον κινηματογράφο;
Η απάντησή του έδειξε πόση διάκριση είχε.
- Παιδί, δεν σου λέω να μην πας. Να πας, αλλά θα το σκεφθείς και θα κάνεις επιλογή. Εγώ αυτά που είπα, τα είπα για τους ανθρώπους που δεν ξέρουν να κάνουν επιλογή και μπορεί να του βλάψει…
«Ο πιστός άνθρωπος έχει το Θεόν οδηγόν εις πάντα δρόμον, και δεν πλανάται ποτέ, ο δε υπερήφανος άπιστος και ματαιόφρων ακολουθεί τους ιδίους λογισμούς, και δεν ηξεύρει που υπάγει… Η πλάνη εισήχθη εις τον κόσμον πρώτον υπό του διαβόλου, έπειτα διά τας ατόπους επιθυμίας τούτου του κόσμου υπερίσχυσε και επλήθυνεν εις τους ανθρώπους τας κακοδοξίας και τας αιρέσεις».
«Παιδιά, εδώ κοντά άνοιξε ένα μαγαζί του διαβόλου. Να ‘χετε το νου σας. Μην σας παραπλανήσει και αρχίσετε να την επισκέπτεσθε, για να σας πει τον καφέ ή να σας ρίξει τα χαρτιά. Σας προειδοποιώ ότι όλ’ αυτά είναι εκ του πονηρού. Μακρυά απ’ αυτά».
Ο Γέροντας εξομολογούσε κάτω από το πεύκο. Το δέντρο περιέργως, χωρίς αιτία, είχε αρχίσει να ξεραίνεται από κάποια άκρη του.
Τον ρώτησε κάποιος:
- Πάτερ, τι έπαθε το πεύκο και ξεραίνεται;
- Τόσες πολλές και μεγάλες αμαρτίες που έχει ακούσει, πώς να μην ξεραίνεται; «Πάσα η κτίσις συστενάζει και συνωδίνει…».
Συνιστούσε το ψαλτήριο του Δαβίδ. Έλεγε σε νέα παιδιά: «Παιδιά, να διαβάζετε το ψαλτηράκι. Όχι να ζητάτε παραμυθάκια. Να διαβάζετε ψαλτηράκι. Έστω ένα ψαλμό την ημέρα».
Ζούσε στο Μαρούσι μια φτωχή οικογένεια, που δοκιμάστηκε από αλλεπάλληλες συμφορές. Εκείνη την περίοδο είχε μείνει μόνον η χήρα μητέρα, μ’ ένα γιο, νέο παλικάρι γύρω στα τριάντα χρόνια. Το παιδί αυτό ήταν η μόνη ανθρώπινη παρηγοριά για τη φτωχή και άρρωστη μητέρα. Οικονομικά βρίσκονταν σε πολύ κακή κατάσταση. Δυστυχώς μια νέα συμφορά ήρθε να χτυπήσει το φτωχό αυτό σπίτι. Ο γιος βρέθηκε σε μια παρέα. Ξεκίνησε κάποια διαφωνία, οι εγωισμοί και τα νεύρα τεντώθηκαν και το κακό δεν άργησε να γίνει. Το νέο παληκάρι, πάνω στη συμπλοκή σκοτώθηκε. Ο δράστης συνελήφθη και κλείστηκε στη φυλακή.
Ο πόνος για τη χαροκαμένη μάνα αβάσταχτος. Ξαφνικά έμεινε μόνη, χωρίς καμιά ανθρώπινη παρουσία. Σε λίγο πήρε το δρόμο για τη Νερατζιώτισσα, να αποθέσει το δράμα της στον Πατέρα Αθανάσιο. Ο Γέροντας συμμάζεψε τον πόνο της. Έκλαψε μαζί της. Στάλαξε το βάλσαμο της ουράνιας παρηγοριάς. Και προχώρησε πιο πέρα. Έμεινε για λίγο σκεφτικός. Πόνεσε όχι μόνον το θύμα, αλλά και το θύτη που βρισκόταν στη φυλακή. Θυμήθηκε το «εν φυλακη ήμην, και ήλθετε προς με», τον Άγιο Διονύσιο Ζακύνθου που συγχώρεσε το φονιά του αδελφού του. Και πρότεινε αυτό το δρόμο των Αγίων στην πονεμένη μάνα. Της ζήτησε όχι μόνο να συγχωρήσει τον εγκληματία, αλλά και κάτι ακόμη παραπάνω,
- Παιδί, σκέψου και αυτό τον άνθρωπο τώρα εκεί που βρίσκεται στη φυλακή. Θα υποφέρει από τύψεις συνειδήσεως, θα κρυώνει, θα πεινάει. Ο Χριστός μας έδωσε εντολή να συγχωρούμε τους εχθρούς μας. Γι’αυτό και συ να του πλέξεις μόνη σου μια φανέλα, να του πάρεις και λίγα τρόφιμα και να του τα πας στη φυλακή.
Η απλή αυτή γυναίκα, που δεν ήξερε να διαβάσει, που δεν γνώριζε «θεολογία», αλλά ζούσε στην πράξη την εκκλησιαστική ζωή, δεν αντέδρασε. Έκανε υπακοή στο Γέροντα. Γύρισε σπίτι και με τα ίδια της τα χέρια έπλεξε φανέλα. Όταν την ετοίμασε αγόρασε από το υστέρημά της τρόφιμα, γλυκά κλπ. τα έβαλε σε μια μεγάλη τσάντα και ξεκίνησε για τη φυλακή. Ζήτησε τον άνθρωπο αυτόν και όταν εκείνος ήλθε, αντίκρυσε έκπληκτος το πρόσωπο της μάνας, που σήκωσε ένα τόσο βαρύ σταυρό. Του παρέδωσε με καλοσύνη την τσάντα και γύρισε αναπαυμένη.
«Γυμνός εξήλθον και γυμνός απελεύσομαι και είμαι γι’ αυτό ευχαριστημένος».
Τα χρήματα δεν ήθελε ούτε να τα αγγίζει. «Αυτά σταύρωσαν τον Χριστο» έλεγε συχνά.
Ήταν εχθρός της φιλαργυρίας, αλλά και της τσιγκουνιάς, της απληστίας, της σπατάλης, της πολυτέλειας. Κάποτε που βρέθηκε σ’ ένα νεκροταφείο, είδε ένα πολυτελέστατο μνήμα. Λυπήθηκε για την άσκοπη σπατάλη και μονολόγησε: «Σ’αυτό το μνήμα χορεύουν οι δαίμονες».
Κάποια πολυμελής οικογένεια έφτασε σε έσχατη ένδεια. Ο Γέροντας αγαπούσε πολύ τα παιδιά. Δεν του είπαν τίποτα. Όταν το έμαθε λυπήθηκε αφάνταστα, κάλεσε το ένα από τα παιδιά και του είπε με παράπονο: «Παιδί, γιατί δεν μου το είπες; Δεν έχω πολλά κι εγώ, αλλά ένα γιαουρτάκι μπορώ να σας το πάρω». Από τότε αυτό το σπίτι μπήκε υπό την προστασία του.
«Τι φοβούνται οι άγιοι; Την επιτυχίαν εις το έργο των η οποία δύναται να προκαλέσει τους επαίνους. Εν συμπεράσματι: Εκείνη η ψυχή είναι περισσότερον αγία, η οποία προσπαθεί περισσότερον να κρύπτεται».
«Δίνε για να σου δίνει ο Θεός».
«Παιδί, ξέρεις τι γίνεται με την ελεημοσύνη; Δίνει ο κόσμος κουρελόχαρτα και αγοράζει Παράδεισο!».
Λίγο πιο πάνω, έμενε ένα αντρόγυνο. Ο άνδρας μέθυσος. Ό,τι χρήματα έβγαζε τα σπαταλούσε στο ποτό. Η γυναίκα του ήταν παράλυτη και κατάκοιτη. Το μόνο που λειτουργούσε ήταν ο λόγος. Εκτός από το να μιλάει δεν μπορούσε καμία άλλη κίνηση να κάνει. Λόγω της αρρώστιας της λερωνόταν. Όμως και η γυναίκα αυτή είχε βρει το δικό της «άγγελο». Κάποια μέρα την επισκέφθηκε μια αδελφική της φίλη. Είδε με έκπληξη μια στίβα από ρούχα πλυμένα, σιδερωμένα.
- Ποιος τα έπλυνε; ρώτησε απορημένη.
- Αν σου πω ποιος! Αλλά με επιτίμησε να μην το πω σε κανένα. Όμως σε αισθάνομαι σαν αδελφή μου και θα στο πω.
- Δεν χρειάζεται να μου το πεις. Κατάλαβα ποιος είναι ο Πατέρας Αθανάσιος!
- Ακριβώς. ήλθε τη νύχτα. Καθάρισε το σπίτι, έπλυνε τα ρούχα, τα στέγνωσε, τα σιδέρωσε και έφυγε!
«Η ταπείνωση είναι το βάθρο πάνω στο οποίο πατάμε για να ανεβούμε στην κλίμακα των υπολοίπων αρετών και έτσι να οικοδομήσουμε τον οίκο της ψυχής μας. Την ταπείνωση τρέμει ο διάβολος. Όποιος την αποκτήσει θα βαδίζει με ασφάλεια, γιατί τον προφυλάσσει η χάρη του Θεού».
«Να λες τους χαιρετισμούς της Παναγίας στο δρόμο, και το “Θεοτόκε Παρθένε”, δεν θα το αφήνεις από το στόμα σου».
«Μόνο μια φροντίδα και έννοια χρειάζεται να έχουμε: Τη δόξα του Θεού. Και γι’ αυτό θα πρέπει να αγωνιζόμαστε συνεχώς. Τις δικές μας φιλοδοξίες πρέπει να τις καταπατούμε».
Άπολυτίκιον
Ἦχος δ´. Ταχύ προκατάλαβε.
Τῆς Λαύρας τό καύχημα Ἀμαρουσίου φρουρόν, ποιμένα κοσμήσαντα Φανερωμένης Μονήν, πιστοί, Ἀθανάσιον, δεῦτε ἐν εὐλαβείᾳ, εὐφημήσωμεν ὕμνοις, ἴασιν νοσημάτων ἐξαιτούμενοι πίστει· οὖτος γάρ ἀνεδείχθη δοχεῖον τῆς χάριτος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου