29 Ιαν 2024

Οι καπνισμένοι άγιοι

 του Ηλία Λιαμή

 


Τα νέα τά ΄χαμε μάθει από μέρες και, θέλαμε δε θέλαμε, τό ΄χαμε πάρει απόφαση.

Θα φεύγαμε!

Κάποιος Τούρκος αξιωματούχος, μ΄ ευγένεια και υπομονή είναι αλήθεια, μάζεψε τους άντρες στην πλατεία του χωριού και τους εξήγησε για την ανταλλαγή των πληθυσμών. Κάτι ανέφερε για μία συνθήκη σε μία πόλη της Ελβετίας, κάποια Λωζάνη, και για κάτι προθεσμίες. Δεν καταλάβαμε πολλά αλλά το μαντάτο της μεγάλης πίκρας το καταλάβαμε.

Θα φεύγαμε!

Είχαμε ξεκινήσει από μέρες τις προετοιμασίες, αλλά, τι να πάρεις και τι ν ‘ αφήσεις. Όταν ο πατέρας μάς τα εξήγησε με λόγια απλά, ένιωσα και εγώ την ανάγκη να πάρω τα δικά μου. Μα, γρήγορα το κατάλαβα. Δεν γινότανε. Κάθε σοκάκι, κάθε δέντρο, κάθε βρύση ήταν κομμάτια της ζωής μου. Πώς να ξεκουβαλήσω;

 

Οι μανάδες μας, αφού κλείσαν τους μπόγους και τους φόρτωσαν στα κάρα, σφουγγάρισαν, ξεσκόνισαν κι έστρωσαν καναπέδες και κρεβάτια σαν να προετοίμαζαν το σπίτι για γιορτή.

«Μη μας πουν και σκατονοικοκυραίους», είπε η θειά μου.

Την ορισμένη μέρα μαζευτήκαμε κι όλο το χωριό πήγε στην εκκλησιά. Μοιράσαμε τις εικόνες και μικρά κομμάτια από το τέμπλο. Κοιτάξαμε για τελευταία φορά γύρω στις τοιχογραφίες με τους αγίους κι ήταν σαν να μας ρώταγαν με απορία, πού πάμε και πού τους αφήνουμε. Κάναμε να βγούμε και τότε ακούστηκε μία φωνή:

«Να βάλουμε φωτιά να μη μαγαρίσουν τους αγίους μας».

Κι εκεί, στο κέντρο της άδειας εκκλησιάς, μάζεψαν οι άντρες στασίδια και άδεια εικονοστάσια κι άναψαν φωτιά μεγάλη. Ο καπνός, σιγά-σιγά, άρχισε να σκεπάζει τα πρόσωπα των Αγίων μέχρι που εκκλησία μαύρισε κι έγινε σα μνήμα.

Φεύγοντας, γύρισα να κοιτάξω τον καπνό π΄ ανέβαινε ψηλά. Κι ήταν σαν να ταξίδευαν μαζί του οι σκεπασμένοι από την κάπνα άγιοί μου για ένα ταξίδι τους προς την ουράνια πατρίδα τους, ξεριζωμένοι και αυτοί όπως κι εμείς.

Δεν υπάρχουν σχόλια: